μπλόκος

μπλόκος
ο
1) см. μπλόκο; 2) мед. блокада

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπλόκος" в других словарях:

  • μπλόκο — το και μπλόκος, ο αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία («το μπλόκο τής Κοκκινιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. blocco < αρχ. γερμ. *blok (βλ. λ. μπλόκ)] …   Dictionary of Greek

  • μπλόκο — μπλόκο, το και μπλόκος, ο (λ. ιταλ.), αποκλεισμός, περικύκλωση, εμπόδιο: Έπεσα σε μπλόκο της τροχαίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»